- κηρίων
- κηρίων, -ωνος, ό [κηρίον]1. κέρινη λαμπάδα («πέντε λαμπάδας ἅπτουσιν ἐν τοῑς γάμοις, ἃς κηριῶνας ὀνομάζουσιν», Πλούτ.).2. (κατά τον Ησύχ. και τον Φώτ.) μάστιγα, μαστίγιο.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
κηρίων — κηρίον honeycomb neut gen pl κηρίων wax light masc nom/voc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κηριῶν — κηρίζω have a waxy appearance fut part act masc nom sg (attic epic doric) κηριάζω spawn fut part act masc voc sg κηριάζω spawn fut part act neut nom/voc/acc sg κηριάζω spawn fut part act masc nom sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κηρίωνας — κηρίων wax light masc acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κηρίωνες — κηρίων wax light masc nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κηρίωνος — κηρίων wax light masc gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
φωτομετρία — Κλάδος της οπτικής, που έχει ως αντικείμενο τη μέτρηση της ποσότητας φωτεινής ενέργειας που εκπέμπει μια πηγή ή δέχεται μια επιφάνεια. Στις φωτομετρικές μετρήσεις, οι οποίες εκτελούνται με οπτική σύγκριση της φωτεινότητας από διαφορετικές πηγές,… … Dictionary of Greek
ՄՈՄԱԿԵՐՏ — ( ) NBH 2 0296 Chronological Sequence: Early classical ա. Ի մոմոյ կերտեալ. *Զմեղրն ʼի խորս մոմակերտ գրոցն համբարեալ դնէ: Բազում գուբք մոմակերտք զմիմեամբք հոծծք (այսինքն բճիճք): Ծածկեալ խաղաղեալ մոմակերտ ծեփօքն. զի յողդողդեալք խորտակեսցին մոմակերտ … հայերեն բառարան (Armenian dictionary)